Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Ενα διαφορετικο παραμυθι



Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα έμοιαζε με όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε, το έσκαγε από τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους δίπλα στο ποτάμι καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό...
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια και αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια.
Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι τα σταματούσε όλα,τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Τα πιο πολλά γελούσαν.Άλλα δεν έμπαιναν στον κόπο να απαντήσουν.Και άλλα του έλεγαν: Δεν έχω χρόνο - ή δεν ξέρω τι είναι να αγαπάς... 
Και αυτό γινόταν κάθε σούρουπο και έτσι είχαν τα πράγματα,ώσπου μια μέρα το σκιουράκι ξαναρώτησε και ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:

- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.

- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου,τι πάει να πει να αγαπηθούμε;

- Λοιπόν το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Να αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πάει να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.

Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα...

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι βέβαια.
Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό. Να αγαπηθούμε πάει να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.

Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!

- Τι ωραίο να σε αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;

- Όχι ακόμα. Γιατί να αγαπηθούμε πάει να πει και να έχουμε κάτι ο ένας από τον άλλον. Δώσε μου λίγο από το καστανόμαυρο τρίχωμά σου κι εγώ θα σου δώσω από το κίτρινο των ματιών μου.

Κι έκαναν έτσι...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Και ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι,όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα,με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.

- Ένα,δύο,τρία,εεεεεεεεεεεεεε...ωπ!

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Τώρα.

Και που λέτε, όσο και αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε και έτρεχαν για τον ήλιο. Και άρχισε να πέφτει βροχή γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που από την τεράστια ταχύτητα - που ζάλισε όλα τα πουλιά και όλα τα αστέρια - έγιναν ένα...Και ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε και αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ' τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να ήτανε χρόνια, να ήτανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:

- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα από το τρέξιμο. Θα ήθελα να γυρίσω πίσω.

- Κουράστηκες; Όμως δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.

- Για μένα είναι. Έπειτα το έχω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν δεύτερη φορά. Είναι επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...

Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία πήδηξε σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...

- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω και είναι αστείο να τρέχω μόνος μου στον ουρανό...

Όμως τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, και ίσως - δε σας το ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.

- Εεεεεεε...ωωωωωωωωωω...Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;

Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανένας.

- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Και άρχισα να κρυώνω.Και αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεεεε...ωωωωωωωωω...Βοήθεια!
Δεν είναι κανείς εδώ;

Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στα αφτιά του,
τόσο γλυκιά και σιγανή σα να έβγαινε από μέσα του.

- Ψιτ,ψιτ! Σκιουράκι!

- Μου μίλησε κανείς; Τίποτα δεν βλέπω.

- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία.
Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Ακου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη, ύστερα σιγά - σιγά θα κατέβουμε. Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα και η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί.Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...

- Ότι πεις.Τι θες να θυσιάσω;

- Ξέρω κι εγώ;...Το τρίχωμά σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι από την καρδιά σου...

- Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Και αυτό δεν αλλάζει...

- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου.Ελπίζω να μας φτάσουν.Καίω την πρώτη...Μην πονάς πολύ.Μην κλαις δεν το αντέχω.Ησύχασε.Κρατήσου τώρα.Αλλάζουμε πορεία.

Και έτσι μπήκανε σε τροχιά...Το σκιουράκι με ένα πόδι,
κοίταζε τη γη - τόσο μικρούλα - κι όμως του φαινότανε
πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.

Και ήταν το κέντρο της γης ο ασβός για αυτό. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω.
Τίποτα άλλο.

- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είναι αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Και όμως είναι άσκοπο να τρέχεις γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις από αυτό...

- Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η λιαχτίδα.
Καίω τη δεύτερη πατούσα. Καταβαίνουμε...

Και αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, και η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά...Πλατς !Και μετά τίποτα...
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σε όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του έβαζε κομπρέσες και επιδέσμους και το χάιδευε...

- Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.

Όμως, είδε να σκύβει πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας με αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του. Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο μα τόσο τρυφερό που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα...

-Μπορείς να με αγαπάς;

Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.

- Φοβάμαι πως δεν μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για να αγαπήσω...

- Δεν πειράζει. Αν το θες θα σου δώσω ένα κομμάτι απ'τη δικιά μου.

- Όμως να αγαπηθούμε πάει να πει να τρέχουμε μαζί - και εγώ δεν έχω πόδια.

- Να τρέχουμε έτσι άσκοπα, γιατί; Να αγαπηθούμε πάει να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να είμαστε οι δυο μας και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε που θα πάμε...Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ'αγαπάς, θα σου φτιάξω ξυλοπόδαρα από αγριοτριανταφυλλιά. Και αν δε θες,θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Και αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα είναι πιο όμορφα γιατί θα ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ,
θα είμαστε εμείς...

Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα - και εγώ που να το ξέρω; Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή περπατώντας με τα χέρια και να γελάνε, να γελάνε...Ο απόηχος από το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων - λένε...Πάντως ποτέ - μα ποτέ - κανείς πια δεν τους ξανάδε...

Α.Κ.

2 σχόλια: