Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Ενα διαφορετικο παραμυθι



Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα έμοιαζε με όλα τα άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια.
Μόλις σουρούπωνε, το έσκαγε από τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους δίπλα στο ποτάμι καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό...
Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια και αρκούδες και λαγοί και ασβοί και βατραχάκια.
Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι τα σταματούσε όλα,τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε:

- Μπορείς να μ' αγαπάς;

Τα πιο πολλά γελούσαν.Άλλα δεν έμπαιναν στον κόπο να απαντήσουν.Και άλλα του έλεγαν: Δεν έχω χρόνο - ή δεν ξέρω τι είναι να αγαπάς... 
Και αυτό γινόταν κάθε σούρουπο και έτσι είχαν τα πράγματα,ώσπου μια μέρα το σκιουράκι ξαναρώτησε και ένας ασβός του χαμογέλασε και του είπε:

- Μπορώ. Έλα να αγαπηθούμε.

- Μπορείς; Πόσο χαίρομαι! Πες μου,τι πάει να πει να αγαπηθούμε;

- Λοιπόν το πιο σπουδαίο είναι να μη βιαστείς να καταλάβεις. Και τώρα άκου: Να αγαπηθούμε, πρώτα-πρώτα πάει να πει να κοιταζόμαστε στα μάτια.

Κι έτσι κοιταζόταν στα μάτια για μερόνυχτα...

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι βέβαια.
Αλίμονο αν ήταν τόσο απλό. Να αγαπηθούμε πάει να πει να φτιάξουμε κάτι μαζί.

Κι έφτιαξαν πράγματα μαζί. Κι ήταν τόσο χαρούμενα!

- Τι ωραίο να σε αγαπάω! Τώρα δεν αγαπιόμαστε;

- Όχι ακόμα. Γιατί να αγαπηθούμε πάει να πει και να έχουμε κάτι ο ένας από τον άλλον. Δώσε μου λίγο από το καστανόμαυρο τρίχωμά σου κι εγώ θα σου δώσω από το κίτρινο των ματιών μου.

Κι έκαναν έτσι...
Το σκιουράκι καθρεφτίστηκε στα μάτια του ασβού και καμάρωσε την κίτρινη λάμψη τους στα δικά του μάτια. Και ύστερα του χάρισε το πιο γλυκό καστανόμαυρο τρίχωμα που είχε στην πλάτη του.

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Όχι,όχι ακόμα. Μας μένει το πιο δύσκολο. Πρέπει να αγκαλιαστούμε σφιχτά, πολύ σφιχτά, και να τρέξουμε στον ήλιο, καβαλώντας μιαν αχτίδα από φως. Έλα,με το ένα, με το δύο, με το τρία, να προλάβουμε αυτήν εκεί την αχτίδα.

- Ένα,δύο,τρία,εεεεεεεεεεεεεε...ωπ!

- Τώρα αγαπιόμαστε;

- Τώρα.

Και που λέτε, όσο και αν φαίνεται παράξενο, κάπως έτσι έγινε και έτρεχαν για τον ήλιο. Και άρχισε να πέφτει βροχή γλυκιά σα μέλι. Ήταν τα δάκρυα της χαράς τους, που από την τεράστια ταχύτητα - που ζάλισε όλα τα πουλιά και όλα τα αστέρια - έγιναν ένα...Και ύστερα βγήκε ένα ουράνιο τόξο τόσο λαμπερό που όλοι στη γη βάλανε το χέρι πάνω από τα μάτια να μην τυφλωθούνε και αναρωτιόντουσαν τι είχε συμβεί πάνω απ' τα σύννεφα...
Και πέρασε καιρός. Να ήτανε χρόνια, να ήτανε ένα λεπτό μονάχα, κανένας δε θα μπορούσε να μας πει, γιατί ο χρόνος ήταν άχρονος, μέχρι που ο ασβός ψιθύρισε:

- Κουράστηκα. Μη σου κακοφανεί. Μπορεί και να ζαλίστηκα από το τρέξιμο. Θα ήθελα να γυρίσω πίσω.

- Κουράστηκες; Όμως δεν τρέχουμε πατώντας στο χώμα. Είναι το φως που μας κουβαλάει. Δεν είναι κουραστικό.

- Για μένα είναι. Έπειτα το έχω ξανακάνει. Λίγοι το αντέχουν δεύτερη φορά. Είναι επικίνδυνο. Γυρίζω πίσω...

Αυτά είπε. Και με μεγάλη ευκολία πήδηξε σε ένα μετεωρίτη που κατέβαινε στη γη και χάθηκε...

- Μη φεύγεις, φώναξε το σκιουράκι. Φοβάμαι πως δε θα μπορέσω ποτέ πια να σταματήσω και είναι αστείο να τρέχω μόνος μου στον ουρανό...

Όμως τη φωνή του την άκουσε μονάχα το σκοτάδι, και ίσως - δε σας το ορκίζομαι - το φεγγαράκι που πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο δειλά.

- Εεεεεεε...ωωωωωωωωωω...Είναι κανείς εδώ; Δεν έχει νόημα πια να πάω στον ήλιο. Ποιος θα μπορούσε να μου πει πώς θα ξαναγυρίσω πίσω;

Αλλά το σύμπαν εκείνη τη στιγμή ήτανε άδειο, κι έτσι δεν του απάντησε κανένας.

- Μου φαίνεται πως τώρα τρέχω πιο γρήγορα από πρώτα. Και άρχισα να κρυώνω.Και αν τρέχω έτσι μόνο μου για πάντα; Εεεεεεε...ωωωωωωωωω...Βοήθεια!
Δεν είναι κανείς εδώ;

Τότε μια μικρή φωνούλα έφτασε στα αφτιά του,
τόσο γλυκιά και σιγανή σα να έβγαινε από μέσα του.

- Ψιτ,ψιτ! Σκιουράκι!

- Μου μίλησε κανείς; Τίποτα δεν βλέπω.

- Ψιτ, εδώ δίπλα στην κοιλιά σου. Είμαι η ηλιαχτίδα που σε κουβάλησε μαζί με τον ασβό βόλτα στον Γαλαξία.
Ακόμα πάνω μου τρέχεις. Ακου. Μόνο εγώ μπορώ να σε γυρίσω πίσω. Πρώτα θα μπούμε σε τροχιά γύρω από τη γη, ύστερα σιγά - σιγά θα κατέβουμε. Μόνο που έχω τρέξει άπειρα χιλιόμετρα και η ενέργειά μου έχει σχεδόν εξαντληθεί.Για να γυρίσουμε πρέπει να θυσιάσεις κάτι από σένα, να το καίω, να γεμίζω τις μπαταρίες μου, να προχωράμε...

- Ότι πεις.Τι θες να θυσιάσω;

- Ξέρω κι εγώ;...Το τρίχωμά σου, τις πατούσες σου, ένα κομμάτι από την καρδιά σου...

- Το τρίχωμά μου, οι πατούσες μου, δικά σου. Μόνο που καρδιά δεν έχω πια. Την πήρε ο ασβός μαζί του. Και αυτό δεν αλλάζει...

- Εντάξει, παίρνω τις πατούσες σου.Ελπίζω να μας φτάσουν.Καίω την πρώτη...Μην πονάς πολύ.Μην κλαις δεν το αντέχω.Ησύχασε.Κρατήσου τώρα.Αλλάζουμε πορεία.

Και έτσι μπήκανε σε τροχιά...Το σκιουράκι με ένα πόδι,
κοίταζε τη γη - τόσο μικρούλα - κι όμως του φαινότανε
πως διέκρινε στο δάσος τον ασβό του.

Και ήταν το κέντρο της γης ο ασβός για αυτό. Μόνο εκείνος μέτραγε εκεί κάτω.
Τίποτα άλλο.

- Παράξενο να μπαίνεις σε τροχιά. Το κέντρο της ζωής σου είναι αυτό το κάτι που τρέχεις γύρω του. Και όμως είναι άσκοπο να τρέχεις γιατί δεν μπορείς να το φτάσεις, ούτε και να ξεφύγεις από αυτό...

- Σσσσσσστ! Μη μιλάς, δάγκωσε τα χείλη, είπε η λιαχτίδα.
Καίω τη δεύτερη πατούσα. Καταβαίνουμε...

Και αρχίσανε να κατεβαίνουν κάνοντας τούμπες στον αέρα, μέσα σε ρεύματα τόσο τρελά, που όλα δείχνουν πως δίχως άλλο θα γκρεμοτσακιστούνε. Το σκιουράκι δίχως πόδια, και η γη να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, το δάσος να φαίνεται πια καθαρά, τα δένδρα, τα πουλάκια, το ποτάμι και ξαφνικά...Πλατς !Και μετά τίποτα...
Όταν το σκιουράκι, ύστερα από ώρα, άρχισε να συνέρχεται, πόναγε σε όλο του το κορμί. Όμως κατάλαβε πως κάποιος ήταν κοντά του και του έβαζε οινόπνευμα κι ύστερα φυσούσε τις πληγές για να μην τσούζει, και του έβαζε κομπρέσες και επιδέσμους και το χάιδευε...

- Ο ασβός μου, σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια.

Όμως, είδε να σκύβει πάνω του ένας κάστορας. Ήταν ένας μικρόσωμος κανελής κάστορας με αστεία μουσούδα, που όμως το βλέμμα του ήταν τόσο φωτεινό, που σαν σε κοιτούσε νόμιζες πως λαμπύριζαν πυγολαμπίδες στη ματιά του. Κι είχε ένα χαμόγελο τόσο μα τόσο τρυφερό που το σκιουράκι ούτε να δακρύσει από ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε. Κοιταζόταν σιωπηλά ώρα πολλή. Ύστερα ο κάστορας ρώτησε κάτι που το σκιουράκι άπειρες φορές είχε ρωτήσει πιο παλιά, όταν ήταν ανυποψίαστο για όλα...

-Μπορείς να με αγαπάς;

Το σκιουράκι αναστέναξε χωρίς καθόλου λύπη.

- Φοβάμαι πως δεν μπορώ. Δεν έχω πια καρδιά για να αγαπήσω...

- Δεν πειράζει. Αν το θες θα σου δώσω ένα κομμάτι απ'τη δικιά μου.

- Όμως να αγαπηθούμε πάει να πει να τρέχουμε μαζί - και εγώ δεν έχω πόδια.

- Να τρέχουμε έτσι άσκοπα, γιατί; Να αγαπηθούμε πάει να πει να κάνουμε μαζί ένα δρόμο όπως μπορούμε. Το πιο σπουδαίο είναι να είμαστε οι δυο μας και όχι πόσο γρήγορα θα τρέχουμε, ούτε που θα πάμε...Μικρό μου σκιουράκι, αν μπορείς να μ'αγαπάς, θα σου φτιάξω ξυλοπόδαρα από αγριοτριανταφυλλιά. Και αν δε θες,θα σε μάθω να περπατάς με τα χέρια. Και αν κουραστείς, θα σε πάρω αγκαλιά και θα είναι πιο όμορφα γιατί θα ακούω την ανάσα σου κι η μυρωδιά σου θα μπει μέσα στο πετσί μου και δε θα ξέρουμε αν είσαι εσύ ή εγώ, εγώ ή εσύ,
θα είμαστε εμείς...

Τι έγινε μετά κανείς δεν έμαθε στα σίγουρα - και εγώ που να το ξέρω; Λένε πως τους είδανε να φεύγουνε για την Ανατολή περπατώντας με τα χέρια και να γελάνε, να γελάνε...Ο απόηχος από το γέλιο τους ξέμεινε στα φυλλώματα των δένδρων - λένε...Πάντως ποτέ - μα ποτέ - κανείς πια δεν τους ξανάδε...

Α.Κ.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Η μερα που σε εσωσα απο τη ζωη

Σε θυμαμαι που γελουσες. Με εκεινο το βλεμμα το απεραντο. Κοιτα τωρα που καθε γωνια του προσωπου σου εχει καλυφθει με εκεινο το φρικιαστικο σεντονι. Της απαθειας. Σκεφτομαι πως αν παρω το μαχαιρι απο τα χερια σου και το καρφωσω στην καρδια μου εδω μπροστα στα ματια σου δε θα σε νοιαξει και πολυ. Ισως σχηματιστει στα κοκκινα χειλια σου εκεινο το πλατυ χαμογελο....το δικο σου το χαμογελο που χαραχτηκε στην ψυχη,την καρδια, το μυαλο μου. Θα σου παρω το μαχαιρι απο τα χερια.. σκεφτηκα... πλησιασα με ποδια που ετρεμαν και καρδια που χοροπηδουσε. Δειλιασα. Κι ομως δειλιασα να σε σωσω απο τη μιζερια σου. Απο το πλαστικο σου γελιο....το σιδερενιο σου βλεμμα...το ακαμπτο κορμι σου...Το πηρα. Σου εσωσα τη ζωη...
Μα πρεπει να ξερεις πως θα φυγω. Ισως δεν ενδιαφερεσαι για μενα. Το καταλαβαινω...το κατανοω.... Γι αυτο φευγω. Θα σε σκεφτομαι τα βραδια που νιωθω τη μυρωδια σου γυρω μου η τα απογευματα στη μπυραρια που βλεπω τυπους που σου μοιαζουν. Θα σε σκεφτομαι οταν κοιταζω ενα αστερι που μου θυμιζει εσενα. Και θα χαμογελαω γιατι θα χαιρομαι που λυτρωθηκες μεσα απο το γλυκο σου θανατο. Θα χαιρομαι για σενα...

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ονειροβατουσες.

Υπαρχει μια λεπτη γραμμη που χωριζει τη ζωη απο το θανατο. Η ζωη εχει το χαρισμα να γενναει ανθρωπους, να τους χωριζει απο δεσμα και να τους ενωνει σε αλλα. Ο θανατος τα εξαφανιζει. Εκεινος ειναι που κανει καθε αποσταση ελαχιστη και καθε ενωση ανισχυρη. Νιωθω κοντα σου και νιωθεις κοντα μου συνεχως. Κι ομως εισαι τοσο μα τοσο μακρια απο τη δικη μου αγκαλια. Εκει στην αγκαλια του απεραντου... Κι αναρωτιεμαι αν η σκεψη σου βρισκεται ακομη εκει....αραγε με θυμαται?

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Άκου τη μουσική πριν τελειώσει το τραγούδι.

ΧΟΡΕΨΕ ΑΡΓΑ
Παρακολούθησες ποτέ παιδιά στο λούνα παρκ;
Ή άκουσες τη βροχή να πέφτει στο χώμα;
Παρακολούθησες το τρελό πέταγμα μιας πεταλούδας;
χάζεψες τον ήλιο καθώς ξεθωριάζει τη νύχτα;
Καλύτερα να χαλαρώσεις. Μη χορεύεις τόσο γρήγορα.
Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα.
Τρέχεις αλαφιασμένος κάθε μέρα;
Όταν ρωτάς κάποιον "πώς είσαι" ακούς την απάντηση;
Όταν τελειώνει η μέρα πέφτεις στο κρεβάτι αγκαλιά
με σκέψεις για εκατοντάδες δουλειές που γυρνούν στο κεφάλι σου;
Καλύτερα χαλάρωσε. Μη χορεύεις τόσο γρήγορα.
Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα.
Είπες ποτέ στο παιδί σου "θα το κάνουμε αυτό αύριο"
και μέσα στη βιασύνη του δεν είδες τη λύπη του;
έχασες επαφή; Άφησες μια καλή φιλία να πεθάνει
επειδή ποτέ δεν είχες το χρόνο να πάρεις ένα τηλέφωνο
και να πεις ένα "γεια";
Καλύτερα να χαλαρώσεις. Μη χορεύεις τόσο γρήγορα.
Η ζωή είναι μικρή. Η μουσική δεν κρατάει για πάντα.
Όταν τρέχεις σαν τρελός για να πας κάπου,
χάνεις τη μισή αξία της διαδρομής.
Είναι σα να πετάς ένα δώρο που δεν άνοιξες.
Η ζωή δεν είναι αγώνας ταχύτητας.
Γι'αυτό χαλάρωσε.
Άκου τη μουσική πριν τελειώσει το τραγούδι.
 Το ποιήμα γράφτηκε πριν οχτώ περίπου μήνες από ένα κοριτσάκι που πάσχει από καρκίνο σε ένα νοσοκομείο της Νέας Υόρκης και οι γιατροί του είχαν δώσει άλλους έξι μήνες ζωής...

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Το ονειρο σε εγρηγορση

Ποτε γερναει ενας ανθρωπος? Σιγουρα οταν δεν μπορει πια να ονειρευεται. Οταν δε θελει να παει πιο περα,λιγο πιο περα απο την πραγματικοτητα της ζωης του. Ειμαστε φτιαγμενοι απο το υλικο των ονειρων. Και τι αλλο θα μορουσε να κανει την ψυχη μας να ανυψωθει, λιγο να υπερβει τουτη την καταπιεσμενη καθημερινοτητα με τις ανελεητες αναγκες της...
Οταν ολα γυρω μοιαζουν σκοτεινιασμενα και αξεδιαλυτα, οταν οι τιτλοι των εφημεριδων δε με πειθουν για τη γαληνη και την ειρηνη που αποζητω για τη δικη μου ασημαντη ζωη, οταν οι διακηρυξεις της παγκοσμιας ισορροπιας αγνοουν τη δικη μου υπαρξη και το δικο μου οχι, οταν οι δυναμεις που κρατουν το φοβο μεσα μου και με κανουν ακομα πιο ασημαντη και πιο εφημερη τοτε προτιμω να ονειρευομαι. Αυτη την ψυχη τη λεω αθωοτητα, κι αυτη τη χιμαιρα δικαιωμα.

Μαρια Λαμπαδαριδου Ποθου

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

I'm not living, I'm just killing time...

Πριν λιγες μερες ακουγα μια εκπομπη στο ραδιοφωνο. Καποια στιγμη η κοπελα εβαλε να παιξει το True Love Waits των Radiohead που αφιερωσε σε εναν φιλο της επειδη του αρεσαν πολυ οι στιχοι. Σκεφτηκα οτι δεν εχω προσεξει ποτε τους στιχους και εκατσα και το ακουσα ολο δινοντας ιδιαιτερη προσοχη σε καθε λεξη. Και οπως ηταν αναμενομενο κολλησα στο στιχο I'm not living, I'm just killing time. Τον ειχα δει και ακουσει χιλιες φορες αλλα ποτε δεν σκεφτηκα τοσο τη σημασια του. Και προσεξα πως ειναι πραγματικα αντιπροσωπευτικος για ολους μα ολους τους κατοικους της γης.
Ολα ξεκινουν απο την εργασια. Ψαχνουμε ολοι μανιωδως να βρουμε μια δουλεια. Απο τις γνωσεις μας ως τις απαιτησεις μας ολα εχουν ως κεντρικο αξονα το που και πως θα εργαστουμε. Παμε σχολειο, υστερα σπουδαζουμε για να βρουμε μια αξιοπρεπη δουλεια, αργοτερα βρισκουμε μια δουλεια που μας ικανοποιει αλλα δεν ειναι και αυτο που ονειρευομαστε, μετα αναλωνουμε τον εαυτο μας στη δουλεια ενω παραλληλα προσπαθουμε να κανουμε οικογενεια γιατι αυτος ειναι ο προορισμος μας και στο τελος γερναμε και ταιζουμε εγγονια μεχρι να πεθανουμε. Λογικο. Ναι αλλα ποτε ζουμε? Εδω ερχεται να απαντησει ο εν λογω στιχος. Ποτε.
Μεσα σε αυτο το προτυπο κοινωνιας που μας αφηνει ελαχιστα περιθωρια για να αναπνεουμε, εχουμε αρχισει να θεωρουμε φυσιολογικο κατι πολυ αφυσικο: το γεγονος οτι η αξια των ονειρων μας ειναι μηδενικη αν δεν αποφερει οποιοδηποτε κερδος. Ετσι ζουμε χωρις κινητρα, χωρις να μπορουμε να κανουμε αυτο που θελουμε, με ανουσιους φραγμους που μας εχει θεσει η κοινωνια.
Πριν λιγες μερες καταλαβα πως χρονια τωρα οι περισσοτεροι ανθρωποι εχουν ξεχασει να ζουν και απλα υπαρχουν.
Πριν λιγες μερες καταλαβα πως ετσι θα γινω κι εγω τη μερα που θα βγω στην αγορα εργασιας, η τη μερα που θα γινω μητερα.
Πριν λιγες μερες σηκωσα το κεφαλι και κοιταξα τον ουρανο. Ο ηλιος εδυε αργα και μελαγχολικα. Το τραγουδι τελειωνε. Ειπα στον εαυτο πως δεν θελω να σκοτωνω πια τον χρονο μου. Δεν με νοιαζει τι λενε ολοι αυτοι εκει εξω. Θελω να ζησω. Και θα ζησω.

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Η παρουσία της απουσίας

Αρχές φθινοπώρου, τελικά, ένα τηλεφώνημα ήταν δικό σου…
Εγώ που όλον αυτό τον καιρό με οδύνη χαρακτήριζα οποιοδήποτε κάλεσμα μονάχα σαν “Δεν είσαι εσύ ακόμα” με παρατηρούσα να σε υποδέχομαι ψυχρά, με απάθεια, σαν τίποτα να μην συμβαίνει.
Καμιά μα καμιά αυτογνωσία μας δεν είναι ικανή να προβλέψει την αντίδρασή μας κάποια δεδομένη ώρα, όταν πράγματι η ώρα αυτή φτάσει. Από τον τόνο της φωνής σου αισθάνθηκα πως ήσουν έτοιμη να γυρίσεις κοντά μου, έτοιμη να ζητήσεις συγνώμες και να δώσεις όρκους. Και τρόμαξα…
Παρέδιδες όλα σου τα όπλα κι έκανες όλη σου την λαμπρή εξουσία πάσα σε μένα. Μου μεταβίβαζες το ξίφος της απόφασης για τη ζωή μας.
Η απουσία σου τερμάτιζε εδώ και η μαγεία της και η αξία της μ’ εγκατέλειπαν απροετοίμαστο. Ότι ποθούσα κι ότι λαχταρούσα μου προσφερόταν στο πιάτο με άπρεπη, άσεμνη ευκολία.
Γυρνούσες πάλι σε μένα. Η τραγωδία μου τέλειωνε πιο κακόγουστα και κοινότυπα κι απ’ το αίσιο τέλος παλιάς ταινίας ελληνικής.
Κι εγώ που τώρα πια κάτι έχω μάθει περισσότερο για τις αλχημίες της παρανοϊκής μου ψυχής, αντέδρασα σαν κακομαθημένο κι εγωιστικό παιδί για να μην χάσω το πανάκριβο δώρο που αξιώθηκα. Για να μην μου λιώσει μέσα στην πλήξη της επιστροφής σου.
Μου είπες: Εντάξει, κέρδισες, θέλω ξανά να γυρίσω κοντά σου.
Τούτη η νίκη μου δεν μ’ ενδιαφέρει πια, τούτη η ήττα σου δεν είναι αυτό που γυρεύω.
Και τώρα, σου είπα όχι εγώ για να διαφυλάξω απ’ την παρουσία σου, το πολύτιμο απόσταγμα της απουσίας σου.

Μ. Βαμβουνάκη – Ιστορίες με καλό τέλος

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Σαν Παραμυθι

Οταν ημουν πιο μικρη μου αρεσε εκεινο το πραμυθι του Τριβιζα με το ποντικακι που ηθελε να αγγιξει ενα αστερακι. Ξερετε εκεινο που το ποντικακι θελει να πιασει ενα αστερακι απο τον ουρανο και τελικα καποια Χριστουγεννα πιανει το αστερι απο το δεντρο του σπιτιου που ηταν η φωλια του. Το λατρευα. Το διαβαζα καθε παραμονη πρωτοχρονιας μεχρι τα εντεκα.
Μεχρι που καποια στιγμη γυρω στα δεκατεσσερα αποφασισα να το ξαναδιαβασω. Και ξερετε κατι? Απογοητευτηκα. Μου φανηκε τοσο ρηχο το οτι ολη του τη ζωη κοιτουσε σα χαμενο τον ουρανο για να αγγιξει ενα αστερι και τελικα συμβιβαστικε με το αστερι του χριστουγεννιατικου δεντρου. 
Αυτο δηλαδη θελετε να μας πειτε κυριε Τριβιζα? Οτι αν δεν μπορουμε να βρουμε αυτο που θελουμε πρεπει να βρουμε κατι αλλο και να χαιρομαστε οσο κι αν αποκλινει απο αυτο που πραγματικα επιθυμουμε?
Αν ηταν εδω πιστευω οτι θα μου απαντουσε "Οχι βεβαια κοπελα μου!"
Και θα ειχε δικιο.
2 χρονια μετα καταλαβαινω οτι αυτο που ηθελε να δειξει δεν ηταν ο συμβιβασμος. Το παραμυθι εδειχνε εναν κοινο ανθρωπο ο οποιος δεν ειχε τιποτα το ιδιαιτερο πανω του, ειχε ομως πολυ ιδιαιτερα ονειρα τα οποια σκεφτοταν και κυνηγουσε ολη μερα. Και καποια στιγμη η ζωη του του εδωσε κατι που θα μπορουσε να τον κανει ευτυχισμενο. Κι εκεινος το αποδεχτηκε. Τι κι αν δεν ηταν ακριβως αυτο που ονειρευοταν? Ηταν αυτο που τελικα τον εκανε ευτυχισμενο.
Γιατι καμια φορα η ζωη δεν τα φερνει ακριβως οπως τα θελουμε, ομως και παλι μας κανει ευτυχισμενους οταν ακολουθουμε τη φωνη της ψυχης μας..





Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Ο Ανθρωπος και η Μοιρα

Ο Άνθρωπος και η Μοίρα
....Πριν πολλά-πολλά χρόνια, στις αρχές των πρώτων Εποχών του Κόσμου, οι Άνθρωποι ζούσαν ελεύθεροι χωρίς το βάρος της Σκιάς μοίρας. Κάποια σκοτεινή στιγμή, οι Δυνάμεις του Ουρανού αποφάσισαν πως ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να έχει μια άϋλη οντότητα που θα τον συνοδεύει σε κάθε του βήμα και που θα καθορίζει την ζωή του από την γέννηση ως τον θάνατο. Αυτές οι αόρατες οντότητες ονομάστηκαν Μοίρες οι οποίες καθόριζαν πλέον την κάθε στιγμή των Ανθρώπων. Κι έτσι οι Άνθρωποι έχασαν την ελευθερία τους και ήρθαν χρόνια σκοτεινά και άβουλα.

Ώσπου, ένας Άνθρωπος αποφάσισε να τα βάλει με την Μοίρα του...

Καθισμένος σε έναν βράχο να ατενίζει τον μακρινό ορίζοντα, δεν μπορούσε να βρεί ηρεμία στην ψυχή του. Ήταν ο πρώτος από τους Ανθρώπους που προβληματίστηκε για την τύχη της πορείας της ζωής του. Δεν μπορούσε να ησυχάσει στην γνώση ότι κάτι άλλο καθόριζε την τύχη του και τα βήματα του πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να τα βάλει με τις Δυνάμεις του Ουρανού αλλάζοντας την Μοίρα του.
Ο καιρός μετά την απόφαση του πέρασε με σκέψεις και σχέδια που θα τον βοηθούσαν να φτάσει στο κατόρθωμα που επιζητούσε. Κι έτσι, μια μέρα, έπλασε το καλύτερο σχέδιο που θα μπορούσε να σκεφτεί θνητός. Να ξεγελάσει την Μοίρα...
Μια όμορφη νύχτα ξάπλωσε δίπλα σε μια λίμνη κι έκλεισε τα μάτια μένοντας ακίνητος σα να κοιμάται. Ήρθε ο ήλιος, ήρθε ξανά το φεγγάρι, ξαναήρθε ο ήλιος ξανά μανά το φεγγάρι... Ήταν ζωντανός αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση. Έμενε ακίνητος κι έτσι η Μοίρα δεν μπορούσε να ελέγξει τα βήματα και τις κινήσεις στην ζωή του. Έκανε υπομονή... Έφτασε στα όρια του θανάτου από την πείνα και το κρύο αλλά το πείσμα του και το πάθος του στόχου του υπερνικούσαν κάθε εμπόδιο και απειλή. Έτσι... δύο φεγγάρια μετά, εμφανίστηκε δίπλα του μια πανέμορφη κοπέλα. Γονάτισε δίπλα του και τον κοίταξε καλά. Τα μάτια της καθρέφτιζαν τον έναστρο ουρανό και οι κόρες της το φεγγάρι. Τα μαλλιά της ήταν η νύχτα... Άπλωσε τα χέρια της και άγγιξε το πρόσωπο του ανθρώπου. Προσπαθούσε να καταλάβει τους σκοπούς της ακινησίας που επέβαλε στον εαυτό του. Δεν μιλούσε, δεν μπορούσε να μιλήσει, απλά τον κοίταζε και προσπαθούσε να καταλάβει.
Τότε ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Έμοιαζε πραγματικά σα να κατέβηκε ο νυχτερινός ουρανός στην γη με μορφή θνητής γυναίκας. Της κράτησε απαλά το χέρι και την στιγμή που προσπάθησε να της πει κάτι, έχασε τις αισθήσεις του από την εξάντληση.
Πέρασαν μέρες πολλές και ο άνθρωπος ζούσε μέσα στο σκοτάδι ενός μεγάλου ύπνου. Όταν συνήλθε ο καιρός είχε περάσει μα για εκείνον ήταν σα να πέρασε μονάχα μια στιγμή της μέρας. Με έκπληξη είδε την κοπέλα να στέκεται δίπλα του και να του χαμογελά. Τον φρόντισε έτσι ώστε να γεμίσει ξανά με δυνάμεις και υγεία. Πέρασαν μέρες μαζί εκεί κοντά στην λίμνη και πολλές ήταν εκείνες οι νύχτες που ο άνθρωπος σαν μαγεμένος την κοιτούσε μέσα στα αστροφωτισμένα μάτια της. Της έπλεξε τραγούδια αγάπης και ομορφιάς κι εκείνη τα δεχόταν σαν ουράνιο δώρο.
Όλα κυλούσαν όμορφα και μοναδικά για τους δυο νέους, μέχρι που ο άνθρωπος θυμήθηκε τον σκοπό του...
Τότε θέλησε να τον αποκαλύψει στην κοπέλα που τον συντρόφευε και αυτό έκανε...

Εκείνη δάκρυσε και μελαγχόλισε... Άκουσε τους λόγους που τον έφεραν να πάρει τέτοια απόφαση και αναστέναξε με κατανόηση. Δεν ήξερε ότι οι Μοίρες στην ουσία σκλάβωναν την ελευθερία των Ανθρώπων. Πήρε στα χέρια της τα χέρια του νέου και κοιτόντας τον στα μάτια του μίλησε μέσα στις σκέψεις του.

" Είμαι η Μοίρα σου, σταλμένη από τον Ουρανό. Τα βήματα σου καθόριζα όπως μου πρόσταξαν οι Άρχοντες μου. Δεν ένοιωθα για σένα τίποτα, μόνο κοιτούσα να κάνω καλά το έργο που μου ανέθεσαν. Όπως και η κάθε Μοίρα, έτσι κι εγώ, δεν γνώριζα πόσο πολύτιμη είναι η ελευθερία στα βήματα της ζωής σας. Αυτή είναι η μορφή μου κι εσύ με ανάγκασες να της δώσω ύλη. Μένοντας ακίνητος για τόσες μέρες, δεν μπορούσα να καθορίσω την συνέχεια της ζωής σου, των στιγμών σου. Μα τώρα έμαθα και τα λόγια σου κρύβουν μόνο αλήθειες. Άϋλη δεν θα ξαναγίνω και Μοίρα της ζωής σου δεν θα ξανασταθώ. Όμως... αν δίπλα σου με θέλεις σαν γυναίκα της καρδιάς με χαρά μου θα σταθώ... Γιατί κοντά σου έμαθα να αγαπώ και να ακούω..."



Ο νέος έκπληκτος, έμεινε σιωπηλός... Θυμός και Αγάπη μέσα του συγκρούονταν αλλά επικράτησε η σκέψη της γαλήνιας νύχτας. Διπλά κερδιζμένος ήταν. Και την Μοίρα νίκησε αλλά και ελεύθερος πλέον είναι, μα και την αγάπησε και με την σειρά του την ελευθέρωσε από τα δικά της δεσμά. Και μάλιστα την αγάπησε πολύ...

Κι έτσι... έζησαν μαζί για πολύ καιρό. Τα χρόνια πέρασαν από πάνω τους και άγγιξαν τα σώματα τους, μα όχι την αγάπη τους. Πολλές Μοίρες παρακολουθούσαν, αόρατες, την περίεργη αυτή αγάπη και άλλες την καταλάβαιναν άλλες πάλι όχι. Μα καμιά δεν θέλησε από όσες ποθούσαν μια τέτοια αγάπη να φανερωθούν στους Ανθρώπους που καθόριζαν τις τύχες τους.

Η ζωή συνεχίστηκε... Οι Μοίρες συνέχισαν να καθορίζουν τους Ανθρώπους και μερικές από αυτές άφηναν κάποιες χαραμάδες ελευθερίας στος Ανθρώπους που ονομάστηκαν " Ελπίδες ".

Κι έτσι επικράτησε μέχρι σήμερα στις Νέες Εποχές του Κόσμου που ζούμε.

Ο Άνθρωπος και η Μοίρα που ένωσαν τις ζωές του με την αγάπη τους, άϋλοι πλέον, ζούνε σε έναν Κόσμο μακρινό που αναπνέει σε έναστρο νυχτερινό ουρανό.

Ήταν ο Πρώτος Άνθρωπος μετά τις σκοτεινές εποχές που κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία του και να αλλάξει την Μοίρα του, έχοντας την στην αγκαλιά του για πάντα...

Ο επόμενος δεν έχει έρθει ακόμη. Και ελπίζουμε ο Πρώτος να μην είναι και ο Τελευταίος...

Ίσως στον καιρό μας να υπάρξει ο Δεύτερος...

Ελπίζουμε σε αυτό. Ελπίζουμε γιατί κάποιες Μοίρες μα χάρισαν κάποιες μικρές χαραμάδες ελευθερίας...

Όπως ένα αστέρι καταφέρνει να ξεπροβάλει μέσα από μια μικρή χαραμάδα ενός σκοντεινά συννεφαισμένου ουρανού...


(ΟνειροΔρομιο)



Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Ακομα ζω για τη στιγμη

Αυτη ηταν η στιγμη που περιμενα. Ολα αλλαζαν,ολα ηταν διαφορετικα. Καθε χρωμα, ηχος, αρωμα ειχε εξαφανιστει. Υπηρχαν μονο δυο ματια. Δυο απλα καστανα ματια που με εκαναν να τρεμω. Για μια στιγμη ο κοσμος παγωσε ακουγα μονο δυο ανασες και τον χτυπο της καρδιας μου που ηταν τοσο σιγανος, κι ομως καταφερνε να γεμισει το δωματιο με την ανατριχιαστικη της μουντη μελωδια. Τα παντα ειχαν σταματησει σε εκεινο το δευτερολεπτο ακομη και ο ιδιος ο χρονος σταματησε για ενα δευτερολεπτο να κυλαει σαν ποταμι στον απεραντο κοσμο. Και τοτε περασε σχεδον μπροστα απο τα ματια μου η απορια. Ειναι μονο δυο ματια. Δυο ματια. Πως μπορουν να κρυβουν μεσα τους μια τετοια φωτια. Με πλημμυρισε μια σατανικη επιθυμια να σε πλησιασω. Να επεξεργαστω αυτη τη σιγανη φλογα, το απαλο σου δερμα, τις γραμμες των λεπτων κατακκοκινων χειλιων σου. Και το εκανα. Σε πλησιασα. Τα ρολογια αρχισαν παλι να γυρνουν στον αγχωδη ρυθμο τους, τα χρωματα, οι ηχοι και τα αρωματα πηραν ξανα τη θεση τους γυρω μας. Σε πλησιαζα με αργο σταθερο βημα, κι οσο πιο κοντα σου εφτανα τοσο η καρδια μου χορευε τοσο τα ακρα μου ετρεμαν, ομως αυτο δεν ηταν τιποτα.
Μεσα σε λιγα δευτερολεπτα ειχε γινει. Τοτε σε αγγιξα. Τοτε ολη η ζεστασια του κοσμου εγινε κυμα που παρεσυρε τις αισθησεις μου. Αν πριν η ψυχη μου ηταν καρβουνο που σιγοκαιγε τωρα εμοιζε μα δασος που καιγοταν ολοκληρωτικα. Δεν υπηρχε τιποτα αλλο. Μοναχα η μυρωδια που ανεδιδε το δερμα σου. Μια μυρωδια που με μεθουσε και με ζαλιζε. Ο κοσμος χαθηκε κατω απο τα ποδια μου. Ολο το συμπαν βουλιαζε στη δινη που στροβιλιζοταν γυρω μας.
Και υστερα.......υστερα τα χερια μου ξετυλιχτικαν απο τον λαιμο σου, η μεση μου ξεφυγε απο την αγκαλια σου. "Τι κανεις? Καιρο εχω να σε δω." Κενο. Ενιωθα πως περασε απο μπροστα μου καθε αντιθεση ζωης - θανατου.Αυτο συμβαινει λιγο πριν πεθανεις λοιπον. Η ζωη σου λενε πως περναει απο τα ματια σου σαν ταινια μικρου μηκους. Ναι. Περασε απο τα ματια μου καθε στιγμη. Γεννηθηκα και πεθανα χιλιες φορες στα δεκα δευτερολεπτα που κρατησε αυτη η αγκαλια. Ηταν μονο η αρχη. 
Το ειχα ονειρευτει ειμαι σιγουρη πως το ειχα ονειρευτει. Αυτη η αγκαλια ειναι που ενωνε τα κομματια του παζλ. Περπατουσαμε μαζι κατω απο τ αστερια και ειχα στη μνημη μου αυτη τη μυρωδια. Μονο που παντα το ονειρο ειχε κακο τελος. Και παντα τελειωνε με μια ευχη.
Μη με ξεχνας......

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Ονειρευομαι ακομα

Υπαρχουν στιγμες που ολα τα ονειρα φαινονταια αβεβαια.....
Ειτε μας αρεσει ειτε οχι κατι γυρω μας μας κλεινει το δρομο που οδηγει προς τα ονειρα μας. Ισως μας πουν οτι ειναι αδυνατα. Ισως παλι δουμε μια αντιστιχη περιπτωση που δεν πετυχε και νιωσουμε πως ειναι ασυμφορο να ελπιζουμε για το δικο μας ονειρο. Μπορει απλα να φαινεται αρκετα τρελο σε εμας του ιδιους. Σε καθε περιπτωση κατι μας αποτρεπει απο το να ακολουθαμε αυτο που ονειρευομαστε...
Τα ονειρα ομως μπορουν να πραγματοποιηθουν.
Ακουω μουσικη, κοιταζω τον ουρανο που ειναι βαμμενος με τα υπεροχα μωβ χρωματα της δυσης....
Σκεφτομαι ποσο διαφορετικα ηταν τα ονειρα μου πριν τεσσερα χρονια....πριν συμβουν ολα οσα συνεβησαν...  Καθε στιγμη της ζωης μου απο εκεινη τη μερα γεμιζε με ονειρα στα χρωματα της δυσης....
Και τωρα? Τωρα τα ονειρα σιγα σιγα βγαινουν αληθινα.... Μα τι με εχει πιασει? Για καποιο λογο εχω σταματησει να πιστευω.  Θα θελα με ολη μου την ψυχη να γυρισω το χρονο πισω σε εκεινες τις στιγμες και να τις εκμεταλλευτω. Ομως κατι μου λεει πως υπαρχει χρονος, υπαρχει ελπιδα.
Καμια φορα πρεπει να το κυνηγησεις, να το παλεψεις με ολη τη δυναμη της ψυχης σου. Τα ονειρα ειναι μισα αν δεν προσπαθησεις να τα πετυχεις. Κι αν μενουν τα ονειρα σου μισα μενεις μισος κι εσυ.
Δεν αξιζω να μενω μιση...αξιζω να το ζησω. Να το ζησω με καθε κυτταρο της καρδιας μου. Και θα το ζησω. Δεν με νοιαζει τι λενε οι αλλοι, δεν με νοιαζει τι βλεπω απο αλλους. Πιστευω σε μενα και στο τι μπορω να κανω. Και μπορω να τα καταφερω! Ολοι μπορουμε...



Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Ανθρωποι μονοι..

Φιλοι. Γνωστοι. Περαστικοι.
Ειναι απιστευτο το πως μεσα απο τοσα δις ανθρωπων καταφερνουμε να γνωρισουμε εναν αριθμο απο αυτους. Το σημαντικο ομως ειναι το ποσο απροσδοκητα μπορει να μπει ενας ανθρωπος στη ζωη μας και να την καθορισει απο την αρχη ως το τελος. Να της δωσει ζωντανια, νοημα, χρωμα.
Ειναι στιγμες που σκεφτομαι πως η ζωη μου θα ηταν εντελως διαφορετικη αν η μοιρα δεν μου εφερνε αυτους τους ανθρωπους στον δρομο μου. Καποιοι ηρθαν και πηραν τον πρωταγωνιστικο ρολο. Αλλοι πηραν εναν μικρο ρολο καπου σε καποια ακρη, αλλοι εγιναν απλα κομπαρσοι που εμφανιζονταν που και που αναμεσα στο πληθος και αλλοι χαθηκαν πριν καν εμφανιστουν. Καποιοι επειδη δεν ειχαν τον ρολο που ηθελαν απλα προσπαθησαν να καταστρεψουν την παρασταση.
Οι ανθρωποι γυρω μας ειναι χιλιαδες, λιγοι ομως ειναι πραγματικα στο πλαι μας. Στην πραγματικοτητα ολοι ειμαστε μια τεραστια στρατια απο πορνες. Στεκομαστε ο ενας στο πλαι του αλλου μονο για λιγα λεπτα συντροφιας. Ακουμπαμε τη μοναξια μας σε μια ακρουλα για να ξεκουραστουμε πριν την ξανακουβαλησουμε στον ασταματητο δρομο που λεγεται ζωη.  
Σε αυτο το μοναχικο ταξιδι εχουμε γυρω μας ολο τον κοσμο μα δεν δινομαστε σε κανεναν. Γιατι? Απο φοβο. Αυτον τον φοβο που μας εδωσε η φυση για να προστατευτουμε απο τον πονο, απο τις πληγες. 
Ωστοσο η ζωη, τουλαχιστον η δικη μου, δειχνει καθημερινα πως δεν χρειαζεται να φοβομαστε το δεσιμο οσο πονο κι αν προξενησει. Οι πληγες ωριμαζουν την ψυχη μας, κανουν τα συναισθηματα δυνατοτερα και μεστα, μας δινουν ενα εναυσμα για να προχωρησουμε μπροστα με μεγαλυτερα ονειρα και αυτοπεποιθηση.
Για μενα η ζωη ειναι αυτη που φερνει στο δρομο μας τους ανθρωπους για να τους γνωρισουμε, να τους καταλαβουμε, να τους αγαπησουμε. Αυτο που μετραει ειναι να αφεθουμε και να δεχτουμε τις ευκαιριες που μας δινονται. Ετσι δεν θα ειμαστε πια μονοι. Εξαλλου καθε ονειρο αξιζει διπλα οταν το μοιραζομαστε.. :)



Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Απλα κατι

Λενε πως η αποσταση χωριζει...και το πιστευα κι εγω πριν λιγο καιρο. Ομως οχι...ποτε δεν χωριζει η αποσταση οταν εισαι ερωτευμενος. Κι εγω ενιωσα να χανεται κατι απο μεσα μου οσο σβηνοσουν εσυ απο τη μνημη μου... Ποτε δεν σβηστηκες ομως. Παντα ερχοσουν στον υπνο μου και τον γλυκαινες με τη ζεστη φωνη σου. Ειχα χασει τη μυρωδια σου, δεν μπορουσα να σχηματισω πια το προσωπο σου με καθε λεπτομερεια. Ομως με ακουσες και ηρθες. Και τα ονειρα πραγματοποιηθηκαν.
Ποτε δεν επαψα να πιστευω πως θα ερθεις και να φανταζομαι το σκηνικο. Εφτιαχνα σεναρια στο μυαλο μου για τη συναντηση μας, τι θα ελεγες, πως θα εδειχνες μετα απο ολο αυτο τον καιρο. Ομως ποτε δεν το σκεφτηκα ετσι. Με εξεπληξες οπως παντα. Κι ενιωσα τη μεγαλυτερη ευτυχια που θα μπορουσα να νιωσω.
Ησουν εκει για καμια ωρα...κι εμοιαζε ενα λεπτο και μια αιωνιοτητα ταυτοχρονα. Ηταν τοσα αυτα που ηθελα να κανω και να πω. Σιγουρα δεν μου εφτανε μια ζωη για να σου εξηγησω πως ενιωθα...ποσες φορες πεθανα και ξαναγεννηθηκα στη μυρωδια σου ποσες ωρες αγρυπνες περιμενα αυτο το βλεμμα.
Και ξερω πως οσο ησουν εκει δεν ημουν μονη γιατι ειχα ολο τον κοσμο μονο μια ανασα μακρια μου. Και ισως αυτη να ειναι η αισθηση της ευτυχιας. Το να εχεις εναν ανθρωπο διπλα σου και να νιωθεις πως ολη η ομορφια που μπορεις να δεις στη γη ειναι ακουμπησμενη στοργικα στο πλαι σου.
Τωρα πια δεν θα σε αφησω να φυγεις ποτε. Δεν θα ξαναφησω αυτη την ομορφια να γλιστρησει απο τα χερια μου. Θα την αναζητησω, θα την κυνηγησω μεχρι να την εχω δικο μου. Θα ερθουν δυσκολες και ευκολες μερες ομως εγω θα εχω αυτο το συναισθημα σαν φυλαχτο. Γιατι οι ερωτες δεν πεθαινουν αλλα περιμενουν σε μια ληθη μεχρι να ενωσουν τους ανθρωπους που οι μοιρες χωριζουν.